- παρεκπροφεύγω
- Αξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεκπροφύγῃ — παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj mp 2nd sg παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκπροφύγῃσιν — παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek